Η εβδομάδα που πέρασε ήταν κάπως ακατάλληλη για βόλτες. Ο καιρός ήταν αρκετά βροχερός και φυσούσε τόσο πολύ που ένοιωθα πως αν βγω έξω μπορεί από το Αργοστόλι να βρεθώ ξαφνικά στη Ζάκυνθο, στην Ιθάκη ή σε κάποιο άλλο νησί του Ιονίου. Έτσι, για να μην έχουμε τέτοια απρόοπτα και ψαχνόμαστε, αποφάσισα να μείνω μέσα παρέα με τα βιβλία μου και ζεστό και αρωματικό τσαγάκι. Ευκαιρία να μειωθούν και τα αδιάβαστα βιβλία.
Διάλεξα να διαβάσω το πρώτο βιβλίο της σειράς “Σκοτεινά Νερά”, “Τα Βατράχια” του Δημήτρη Σίμου, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Bell. Το έχω καιρό στα αδιάβαστα και απορώ με εμένα, γιατί το εξώφυλλο και ο τίτλος είναι αρκετά για να σου κεντρίσουν το ενδιαφέρον. Από την άλλη είναι και αστυνομικό μυθιστόρημα που είναι πολύ του γούστου μου και μάλιστα γραμμένο από Έλληνα συγγραφέα. Τώρα που το σκέφτομαι καιρό είχα να διαβάσω ελληνικό αστυνομικό μυθιστόρημα.
Ο Δημήτρης Σίμος μέσα από τις σελίδες του βιβλίου του μας μεταφέρει στην Εύβοια και πιο συγκεκριμένα στη Χαλκίδα του 2010, αλλά και στο Αλιβέρι του 1984 και μας παρουσιάζει δύο ιστορίες οι οποίες, αν και φαίνεται να μην έχουν κάποια σχέση μεταξύ τους, αποδεικνύεται τελικά ότι η μία συμπληρώνει την άλλη.
2010. Βρισκόμαστε, λοιπόν, στη Χαλκίδα. Ο αστυνόμος Χρήστος Καπετάνος καλείται να ερευνήσει το θάνατο μιας δεκατετράχρονης κοπέλας, η οποία ανασύρθηκε νεκρή από τα παγωμένα νερά του Ευβοϊκού. Κατά τη διάρκεια της έρευνάς του έρχονται στην επιφάνεια πολλά κρυμμένα μυστικά και αποκαλύπτονται πολλά ψέματα, που τον αποπροσανατολίζουν και τον δυσκολεύουν να ανακαλύψει τον ένοχο γι’ αυτό το έγκλημα. Παράλληλα, μεταφερόμαστε σε μια άλλη περιοχή και σε μια άλλη εποχή, στο Αλιβέρι του 1984 και γνωρίζουμε δύο ετεροθαλή αδέλφια, η ζωή των οποίων αλλάζει δραματικά κυριολεκτικά μέσα σε μια στιγμή. Κι εκεί που αναρωτιόμαστε τι σχέση μπορεί να έχουν οι δύο ιστορίες, βρισκόμαστε ξαφνικά μπροστά σε μια απροσδόκητη εξέλιξη.
Ευκολοδιάβαστο μυθιστόρημα, το διάβασα γρήγορα χωρίς να με κουράσει. Αυτό οφείλεται εν μέρει στο μικρό του μέγεθος (περίπου 300 σελίδες). Βοήθησε και η πρωτοπρόσωπη γραφή που έκανε πιο ζωντανή και άμεση την αφήγηση. Ακόμα και η εναλλαγή παρόντος και παρελθόντος, ενώ κάποιες φορές με ταλαιπωρεί και με μπερδεύει, σε αυτή την περίπτωση λειτούργησε θετικά καθώς οι αναδρομές γίνονται τη σωστή στιγμή και δίνουν κάποια στοιχεία τα οποία αργότερα βοηθούν να συμπληρωθεί το παζλ.
Οι χαρακτήρες, κατά τη γνώμη μου, είναι άνθρωποι της διπλανής πόρτας. Δεν έχουν τίποτα το υπερβολικό και το ψεύτικο. Όμως, θα ήθελα να μάθω περισσότερα γι’ αυτούς, έτσι ώστε να μπορέσω να τους καταλάβω καλύτερα, να κατανοήσω τις πράξεις τους, να μη μείνω με ερωτηματικά στο τέλος. Υποθέτω ότι στα επόμενα βιβλία της σειράς θα δοθούν επιπλέον στοιχεία για τον αστυνόμο Καπετάνο, αλλά θα περίμενα να ψυχογραφήσει ο συγγραφέας καλύτερα τα δύο αδέλφια.
Πολύ καλή δουλειά έγινε στην περιγραφή του τόπου και της ατμόσφαιρας. Μου άρεσε ιδιαίτερα που επέλεξε να τοποθετήσει την ιστορία του στο νησί της Εύβοιας και όχι σε μια μεγαλούπολη. Και η χρήση τοπωνυμίων έκανε την αφήγηση αληθοφανή. Πετυχημένη είναι και η περιγραφή της ατμόσφαιρας. Όποιος έχει ζήσει χειμώνα σε νησί, μπορεί να το καταλάβει. Ο μουντός καιρός με τις βροχές και την υγρασία συνθέτουν μια ατμόσφαιρα κάπως αποπνικτική και σκοτεινή που ταιριάζει σε τέτοιου είδους μυθιστορήματα.
Στα θετικά να συμπεριλάβω και την προσπάθεια του συγγραφέα να θίξει κοινωνικά προβλήματα της εποχής μας, όπως για παράδειγμα τα ναρκωτικά, τον σχολικό εκφοβισμό, τη διαφθορά των σωμάτων ασφαλείας και των πολιτικών, την παράνομη διακίνηση και εμπορία ανήλικων κοριτσιών χωρίς όμως να εμβαθύνει όσο θα ήθελα. Στον επίλογο πάντως βρήκα πολύ εύστοχο τον τρόπο με τον οποίο παρουσίασε την αναγκαιότητα της διαφορετικότητας. “Φανταστείτε ένα ουράνιο τόξο, παιδιά. Σκεφτείτε το να αποτελείται από ένα και μόνο χρώμα. Τι κι αν αυτό το χρώμα ήταν αυτό που θέλετε, το αποτέλεσμα θα ήταν το ίδιο: μια βαρετή γραμμή, αυτό θα ήταν, ένα αδιάφορο απομεινάρι της βροχής. Πώς θα ήταν η ζωή σας αν σηκωνόσασταν το πρωί, βγαίνατε στον δρόμο και όλοι φορούσαν τα ίδια ρούχα, άκουγαν την ίδια μουσική, είχαν το ίδιο ύψος;”.
Ποια είναι η γνώμη μου τελικά για “Τα Βατράχια” του Δημήτρη Σίμου; Δεν μπορώ να πω ότι με ενθουσίασε, σίγουρα όμως δε με απογοήτευσε. Δεν με ενθουσίασε στον βαθμό να μη μπορώ να το αφήσω από τα χέρια μου γιατί, όπως είπα παραπάνω, βρήκα μερικές ατέλειες που δεν μου επέτρεψαν να το απολαύσω στο 100%. Γιατί το κατατάσσω στα good reads; Γιατί αυτές τις ατέλειες τις αποδίδω στο γεγονός ότι “Τα Βατράχια” είναι το πρώτο μυθιστόρημα του Δημήτρη Σίμου και πρέπει να συνυπολογίσουμε ότι το έγραψε μάλιστα σε νεαρή ηλικία. Επομένως, οι ατέλειες ήταν αναμενόμενες. Αλλά στο νεαρό της ηλικίας του οφείλεται και ο φρέσκος τρόπος γραφής του. Οπότε πιστεύω ότι είναι μια πολύ καλή αρχή, ότι κάτι πολύ ενδιαφέρον ξεκινά και εικάζω ότι η συνέχεια θα είναι καλύτερη. Είναι μια ευκαιρία, τουλάχιστον για εμένα, να στραφώ στο ελληνικό αστυνομικό μυθιστόρημα γιατί το είχα παρακάνει με τα σκανδιναβικά και γενικά με τα ξενόφερτα.
Και να μην ξεχάσω να αναφέρω ότι στο τέλος του βιβλίου υπάρχουν τρία διηγήματα άλλων συγγραφέων που δίνουν στον αναγνώστη την ευκαιρία να γνωρίσει τη γραφή τους και να τους βάλει στη λίστα με τα βιβλία που θέλει να αποκτήσει.
No Comments