Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΣΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ

Η Κυριακή είναι παραδοσιακά η μέρα που μας περισσεύει χρόνος για να πάμε σε κάποια παραλία να κάνουμε τις βουτίτσες μας. Πρωινό ξύπνημα λοιπόν, παίρνουμε το πρωινό μας γρήγορα γρήγορα, σχεδόν στο πόδι, φοράμε μαγιό κι έξω από την πόρτα με συνοπτικές διαδικασίες. Ε μη μας πιάσει και η κίνηση στον δρόμο!

Παίρνουμε και το καφεδάκι μας για να ανοίξει το μάτι, μπαίνουμε στο αυτοκίνητο κι εκεί που ξεκινάμε ακούγεται ξαφνικά μια φωνή, η δική μου φωνή “ΣΤΟΟΟΟΟΟΠ! Ξέχασα να πάρω μαζί μου βιβλιαράκι”. Ο οδηγός (το άλλο μου μισό δηλαδή) κλασικά δυσανασχετεί μιας και κάθε φορά η σκηνή επαναλαμβάνεται. Πάντα (ή σχεδόν πάντα) πρέπει να σταματήσει αφού όλο κάτι ξεχνάω και πρέπει να πάω να το πάρω (λίγη κατανόηση βρε παιδιά, μου λείπουν κάτι βιταμίνες).

Γρήγορα γρήγορα πάλι πάνω στο σπίτι και χωρίς να χάνω χρόνο ρίχνω μέσα στην τσάντα το βιβλίο μου. “Η γυναίκα στο παράθυρο” του A.J.Finn, ψυχολογικό θρίλερ στο είδος, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός. Μέγα λάθος! Θα καταλάβεις στην πορεία το γιατί.

Φτάνουμε, λοιπόν, στην παραλία, κάνουμε και τις πρώτες βουτιές και έρχεται η ώρα να χαλαρώσω στην ξαπλώστρα και να ξεκινήσω το διάβασμα. Πότε πήγε μεσημέρι, πότε διάβασα το μισό βιβλίο, χαμπάρι δεν πήρα! Τόσο πολύ απορροφήθηκα από την αφήγηση που ξέχασα και να κολυμπήσω. Ίσα μια βουτιά να δροσιστώ και πάλι πίσω για να μάθω τη συνέχεια.

Είναι, που λες, η Άννα Φοξ, μια γυναίκα 38 χρόνων, παιδοψυχολόγος στο επάγγελμα, που ζει μόνη στο σπίτι της στη Νέα Υόρκη. Πάσχει από αγοραφοβία έπειτα από κάποια τραυματική εμπειρία που είχε στο παρελθόν, οπότε οι τοίχοι του σπιτιού της είναι και τα όρια του μικρόκοσμού της.

Καθώς το να διαβεί το κατώφλι του σπιτιού της είναι κάτι που αδυνατεί να καταφέρει, έχει δημιουργήσει μία ρουτίνα για να περνά τις μέρες της και να καλύπτει τα κενά της. Κοιμάται, ξυπνάει, πίνει κρασί (πολύ κρασί), παίρνει χάπια, βλέπει ασπρόμαυρες ταινίες μυστηρίου, παίζει διαδικτυακό σκάκι, δίνει συμβουλές μέσω διαδικτύου σε ανθρώπους που αντιμετωπίζουν προβλήματα παρόμοια με το δικό της, συζητά με τον άντρα της και την κόρη της (οι οποίοι όμως δεν ζουν εκεί) και επιδίδεται στην αγαπημένη της συνήθεια… Παρακολουθεί από το παράθυρο τους γείτονές της μέσα από τον φακό της φωτογραφικής της μηχανής. Μια συνήθεια που θα τη βάλει σε μπελάδες όταν στο απέναντι σπίτι μετακομίζει η “ιδανική” οικογένεια. Μια οικογένεια που στην αρχή της θυμίζει την οικογένεια που είχε η ίδια στο παρελθόν.

Κι έρχεται η στιγμή που παρακολουθώντας από το παράθυρο βλέπει κάτι που δεν έπρεπε να δει. Κι ενώ εκείνη “φωνάζει” τι είδε, κανείς δεν την πιστεύει. Λόγω της κατάστασής της αποτελεί αναξιόπιστη μάρτυρα. Επιπλέον, δεν έχει αποδείξεις. Όλα είναι τόσο θολά στο μυαλό της, ώστε αρχίζει και η ίδια να αμφιβάλλει για όσα λέει ότι είδε, να μην μπορεί να διακρίνει τι είναι αληθινό και τι της φαντασίας της. Ώσπου στο τέλος καταλαβαίνει ότι κανένας και τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται!


Κι αυτό βέβαια είναι που σε κάνει να μη θέλεις να αφήσεις το βιβλίο από τα χέρια σου. Θέλεις να διαβάσεις και το επόμενο κεφάλαιο και το επόμενο και να πάρεις ακόμα μια νέα πληροφορία που θα συμπληρώσει το παζλ και θα σε βοηθήσει να δεις λίγο πιο καθαρά τα πράγματα και να αρχίσεις τις μαντεψιές σχετικά με το πώς θα εξελιχθεί η ιστορία!

Και εννοείται πώς προσπαθούσα να μαντέψω τη συνέχεια, εννοείται πώς έπεφτα συνεχώς έξω μιας και η μία ανατροπή ερχόταν μετά την άλλη, από την αρχή μέχρι το τέλος, γεγονός που κρατούσε αμείωτο το ενδιαφέρον μου, μου δημιουργούσε μία ένταση και μία αγωνία. Αυτός ίσως ήταν και ένας από τους λόγους που ένοιωσα πως η πλοκή δεν “έκανε κοιλιά” σε κανένα σημείο.

Εκείνο όμως που με εντυπωσίασε πραγματικά σε αυτό το βιβλίο (περισσότερο κι από τις ανατροπές, περισσότερο και από το πρωτότυπο story) ήταν οι ρεαλιστικοί χαρακτήρες, οι οποίοι θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι άνθρωποι της διπλανής πόρτας, με πρώτη και καλύτερη την Άννα.

Με την Άννα ταυτίστηκα, γιατί όπως και εκείνη, έχω κι εγώ τις φοβίες μου. Υψοφοβία, ακροφοβία, κλειστοφοβία, αγοραφοβία. Τη συμπόνεσα, την κατάλαβα, ταυτίστηκα μαζί της. Η περιγραφή των καταστάσεων που την έφεραν σε αυτήν την κατάσταση, των σκέψεών της, των φόβων της, καθώς και του πανικού που ένοιωθε όποτε προσπαθούσε να κάνει την υπέρβαση μού θύμισαν πολύ τον εαυτό μου. Ίσως είναι λίγο πιο εύκολο να καταλάβεις την Άννα αν έχεις νοιώσει όπως εκείνη κάποια στιγμή στη ζωή σου. Πώς είναι να προσπαθείς να ξεπεράσεις τους φόβους σου, να το θέλεις τόσο πολύ, να χάνεις όμως τη γη κάτω από τα πόδια σου ή άλλες φορές να νοιώθεις τα πόδια σου καρφωμένα σε ένα σημείο, να σου κόβεται η αναπνοή, να ζαλίζεσαι, να μην τα καταφέρνεις τελικά, να ξέρεις ότι εσύ, το μυαλό σου τα δημιουργεί όλα αυτά, μα δυστυχώς να μην μπορείς να το σταματήσεις, να το αντιμετωπίσεις.Τόσο καλογραμμένος είναι ο χαρακτήρας της πρωταγωνίστριας και σίγουρα σε αυτό βοήθησε πολύ ότι και ο συγγραφέας υπέφερε από αγοραφοβία.

Την οικειότητα μεταξύ της πρωταγωνίστριας και του αναγνώστη εξυπηρετεί φυσικά η πρωτοπρόσωπη αφήγηση κι έτσι πολλές φορές φαντάστηκα ότι κάθομαι στον καναπέ της Άννας, πίνω κι εγώ μαζί της ένα ποτήρι merlot, μου λέει ιστορίες από το παρελθόν της για να την καταλάβω καλύτερα κι ύστερα, όταν δεν έχει κάτι άλλο να πει, παίρνει το κοντρόλ της τηλεόρασης και βάζει να παίξει κάποιο φιλμ νουάρ.

Στα συν πρέπει να αναφέρω όλες τις πληροφορίες εκείνες που δίνονται σχετικά με τις αγχώδεις διαταραχές δοσμένες με τέτοιο τρόπο που δεν κουράζουν ούτε μπερδεύουν τον αναγνώστη. Θα έλεγα ότι βοηθούν σε μεγάλο βαθμό να κατανοήσουμε την ψυχοσύνθεση της πρωταγωνίστριας, τα συναισθήματά της, τις αντιδράσεις της.

Ο συγγραφέας δεν άφησε τίποτα στην τύχη. Έχει δώσει ιδιαίτερη προσοχή μέχρι και στην πιο μικρή λεπτομέρεια. Έτσι επέλεξε να θυσιάσει λιγάκι από την έντονη δράση και να εστιάσει στην περιγραφή της Άννας έτσι ώστε να παίξει με το μυαλό μας όταν θα έρθουν τα πάνω κάτω στη ζωής της. Κάτι που, κατά τη γνώμη, καταφέρνει και με το παραπάνω.

Σε γενικές γραμμές είναι ένα σύγχρονο φιλμ νουάρ (όπως χαρακτηρίστηκε από πολλούς), εμφανώς επηρεασμένο από τον “Σιωπηλό Μάρτυρα” του Άλφρεντ Χίτσκοκ και γραμμένο με περισσή προσοχή και φροντίδα. Οι ανατροπές πάνε και έρχονται, κάθε σελίδα του σε συναρπάζει και σε καθηλώνει. Οπότε πρόσεξε πότε και πού θα αποφασίσεις να το διαβάσεις! Εγώ έκανα το λάθος να παραμελήσω την παρέα μου (ντροπή μου!), να μη μπορώ να κάνω ένα διάλειμμα για μία βουτιά. Το ευχαριστήθηκα όμως αυτό το βιβλίο από την πρώτη λέξη ως την τελευταία, έφτιαξα και μία λίστα με τα φιλμ νουάρ που αναφέρθηκαν στις σελίδες του για να οργανώσω βραδιές ταινίας με φίλους… Οπότε χαλάλι!

You Might Also Like

No Comments

    Leave a Reply